- ἶαρ
- ἶαρ· αἷμα, and [full] ἰαροπότης: αἱμοπότης, Hsch.; cf. ἔαρ, εἶαρ.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ιάρ — Ἰάρ (Α) ονομασία εβραϊκού μήνα αντίστοιχου με τον Ιούνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. τής εβρ. λ. Ιyyar] … Dictionary of Greek
ίαρ — ἶαρ (Α) (κατά τον Ησύχ.) αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τύπος αντί τού είαρ, έαρ «αίμα»] … Dictionary of Greek
Γκρεβέν, Αλφρέντ — (Alfred Grevin, 1827 – 1892).Γάλλος σχεδιαστής και γελοιογράφος. Συνεργάστηκε ως γελοιογράφος στις παρισινές ευθυμογραφικές εφημερίδες Διασκεδαστική εφημερίδα (Journal amusant)και Μικρή εφημερίδα για να γελάτε (Petit journal pour rire)και ίδρυσε… … Dictionary of Greek